- αερόφερτος
- και αγερόφερτος, -η, -ο [αεροφέρνομαι]1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως, αναληθής, αβάσιμος, αδέσποτος.
Dictionary of Greek. 2013.